Βαριά απελπισμένη, υπεριμπρεσιονισμένη και επαρκώς σουρωμένη -η Άνα- όχι από την χώρα «Σκέφτομαι» αλλά από την χώρα «Νιώθω» και κινούμενη από περίσσειες ζωτικές δυνάμεις, πάνω σε έναν καυγά όρμηξε, δάγκωσε κάποιον στον λαιμό και μπήκε φυλακή.
Από εκείνη την στιγμή άρχισε να υφαίνεται μια αύρα γύρω της, τελείως ανεξέλεγκτα, τελείως από μόνη της... Ο λανθάνοντας ρομαντισμός που κοιμόταν στην ψυχή του λαού, ξύπνησε και έπλασε μια ομηρική ηρωίδα. Μία που δαγκώνει.
Τώρα ονομάζεται Άνα η τρομερή και είναι διαφορετική από όλες τις άλλες.
Ο καθένας έχει κάποιο συμφέρον να την περιγράφει όσο γίνεται πιο επικίνδυνη, πιο αιμοβόρα, πιο τρομερή.
Ανίκανοι να παίξουν το δικό τους ανεξάρτητο ρόλο στην κοινωνία οι άνθρωποι, γίνονται προσωπικότητες μέσω της εξάρτησής τους από - εκείνην - την απελπισμένη ηρωίδα.
Όσο πιο πολύ μετράει ο ήρωας τους, τόσο πιο πολύ μετρούν και οι ίδιοι. Έτσι νιώθουν.
Ένας χρηματιστηριακός ελλιγμός της ζωής της ίδιας.
Κανείς από τους εξαρτημένους οπαδούς της δεν την συμβουλεύει να μη δαγκώνει, όπως θα συμβούλευε το παιδί του, τον αδερφό του, το φίλο του, κάποιον που αγαπάει. Την πιέζουν όλο και πιο πολύ στο ρόλο της ηρωίδας, ενώ εκείνη δεν μπορεί να αποφασίσει να διαψεύσει το μύθο...κάπου την πιέζει.. κάπου τη συμφέρει... κάπου το φοβάται... κάπου την γοητεύει.
Τι να τους πει; «συγνώμη, αλλά δεν είμαι πιο ηρωίδα από εσας, δαγκώνω τόσο πρόθυμα όσο εσείς και τα παιδιά σας»;
Κανένας δεν θα την πίστευε, γιατί ο παθητικός ρομαντισμός του λαού, είναι πιο δυνατός από την όποια δήλωση του «ήρωα»....
~Ελλεβόρα Α.Ζ